κηδεύοντα

κηδεύοντα
κηδεύω
take charge of
pres part act neut nom/voc/acc pl
κηδεύω
take charge of
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κηδεύοντ' — κηδεύοντα , κηδεύω take charge of pres part act neut nom/voc/acc pl κηδεύοντα , κηδεύω take charge of pres part act masc acc sg κηδεύοντι , κηδεύω take charge of pres part act masc/neut dat sg κηδεύοντι , κηδεύω take charge of pres ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδαγωγία — η (Α παιδαγωγία) [παιδαγωγός] η αγωγή και η μόρφωση τών παιδιών, η εκπαίδευση («τὰς ψυχὰς οὕτω φῶμεν τὰς εὐφυεστάτους κακής παιδαγωγίας τυχούσας διαφερόντως κακὰς γίγνεσθαι», Πλάτ.) αρχ. 1. το λειτούργημα, το επάγγελμα τού παιδαγωγού 2. η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”